- μετατίθεσθαι
- μετατίθημιplace amongpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
преставиться — умереть . Заимств. из цслав., ст. слав. прѣставити сѩ – то же, прѣставити παύειν (Супр.), кальки греч. μετατίθεσθαι быть перемещенным . Ср. ставить … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek